Τρίτη 22 Απριλίου 2014

Τα 5 πιο εμβληματικά κτίρια της Αθήνας Είναι αρχιτεκτονικά επιτεύγματα, είναι συνδεδεμένα με την ιστορία της πόλης και αποτελούν σημεία αναφοράς για όλους τους Αθηναίους Πηγή: www.lifo.gr

                                                              ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΧΙΛΤΟΝ  

 Λίγα κτίρια στην Αθήνα αγαπήθηκαν και μισήθηκαν τόσο πολύ όσο το Χίλτον. Τουλάχιστον την εποχή που χτιζόντουσαν. Για το Χίλτον έχει χυθεί πολύ μελάνι. Σήμερα κανείς δεν μπαίνει στον κόπο: το να κρίνεις το Χίλτον είναι σαν να κρίνεις το Αρχαιολογικό Μουσείο ή την Παλαιά Βουλή στην οδό Σταδίου. Θεωρείται, δικαίως, τοπόσημο της πόλης. 
«Ένα ξενοδοχείο αμύθητου πλούτου πρόκειται να ανεγερθή εις τας Αθήνας» γράφει ο Γ. Σκλιάς στις 13 Ιανουαρίου του 1957 στο «Βήμα». Προτού ακόμα δημοσιευτούν τα σχέδια, ο Γ. Κορομηλάς τον αποκαλεί «ουρανοξύστη» και προειδοποιεί ότι αυτό, μαζί με τον προτεινόμενο πύργο του Φαληρικού Δέλτα (που δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ), θα καταστρέψουν το αστικό τοπίο. Η ιστορία του Χίλτον της Αθήνας ξεκινάει όταν, στις αρχές του 1957, η τότε κυβέρνηση αποδέχεται την πρόταση του εφοπλιστή Απόστολου Πεζά, καθώς και του Κόνραντ Χίλτον, για την ανέγερση ενός μεγάλου, πολυτελούς ξενοδοχείου στην Αθήνα. Λίγους μήνες αργότερα, η Κυβερνητική Οικονομική Επιτροπή αποφάσισε την παραχώρηση στον κ. Πεζά έκτασης 16.000 πήχεων αντί 750.000 δολαρίων. Επρόκειτο για το οικόπεδο επί των οδών Βασ. Σοφίας και Βασ. Κωνσταντίνου. Σε εκείνον το χώρο φιλοξενούνταν έως τότε στρατιωτικές υπηρεσίες, οι οποίες θα μεταφέρονταν σε άλλη περιοχή.   Στις αρχές Φεβρουαρίου του 1959 θεμελιώνεται το Χίλτον, παρουσία του πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή. Η θεμελίωση αποτελεί σημαντικό κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό και αρχιτεκτονικό γεγονός. Η ανέγερσή του θα αντιμετωπιστεί ως οικονομικο-πολιτικό σκάνδαλο από μεγάλη μερίδα του Τύπου, που δεν θα σταθεί στην αρχιτεκτονική του αξία καθαυτή. Τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 21 Απριλίου του 1963, εγκαινιάζεται το 53ο Χίλτον. Δύο χρόνια νωρίτερα, στις 15 Ιουνίου του 1961, είχε εγκαινιαστεί το Mont Parnes και στις 6 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου η Αμερικανική Πρεσβεία. Οι «New York Times», σε άρθρο τους για το Χίλτον και την πρεσβεία, σχολιάζουν αρνητικά το πρώτο και θετικά τη δεύτερη. «Συμφωνώ με όσους πιστεύουν ότι το ξενοδοχείο των Αθηνών είναι το ωραιότερον Χίλτον του κόσμου» είχε δηλώσει την ημέρα των εγκαινίων ο ίδιος ο Χίλτον. Τα σχέδια τα οφείλουμε στους αρχιτέκτονες Εμμανουήλ Βουρέκα, Προκόπη Βασιλειάδη και Σπύρο Στάικο. Αν και ανήκει στην τυπολογία των μεγάλων κοσμοπολίτικων ξενοδοχείων, η εξωτερική κυρίως μορφή του παρουσιάζει κάποια πρωτοτυπία, χάρη στη σύνθεση που επιδιώχθηκε ανάμεσα στο μοντέρνο και το κλασικό, ενώ η χρήση του πεντελικού μαρμάρου και οι μνημειώδεις ανάγλυφες συνθέσεις του ζωγράφου Γιάννη Μόραλη, με την αρχαϊκή τους θεματολογία, επιχειρούν να δώσουν μια «ελληνική» πινελιά. Η βασική επιτυχία, από αρχιτεκτονικής πλευράς, συνίσταται στο στήσιμο «ενός περίοπτου κτιρίου αξιώσεων σε ένα δύσκολο οικόπεδο», όπου ο κοίλος άξονας και άλλες λύσεις που επελέγησαν καταφέρνουν έως έναν βαθμό να μειώσουν την ακαμψία του όγκου.   Φυσικά, τα εγκαίνια του ξενοδοχείου υπήρξε το κοσμικό γεγονός της χρονιάς. «Στη δεξίωση των εγκαινίων», σημειώνει ο γνωστός αθηναιογράφος Γιάννης Καιροφύλας, «πήγανε όλοι οι κοσμικοί που κατόρθωσαν να βρούνε πρόσκληση και μερικοί πήγανε της προσκολλήσεως, όπως συχνά συμβαίνει σε τέτοιου είδους εκδηλώσεις. Οι κύριοι ήταν όλοι τους με επίσημο ένδυμα, ενώ οι κυρίες είχαν κάπως πρόωρα φέρει την άνοιξη με τα πολύχρωμα καπέλα τους, για τα οποία είχαν καταβάλει ουκ ολίγα στις Αθηναίες καπελούδες, τις μετρημένες πια στα δάχτυλα». Το 2004 έγιναν έργα ανακαίνισης και προσθήκης νέας πτέρυγας από τα αρχιτεκτονικά γραφεία των Αλέξανδρου Τομπάζη και Χάρρυ Μπουγαδέλη. 


ΚΤΙΡΙΟ ΟΤΕ   «Και δεύτερον ουρανοξύστη των είκοσι ένα ορόφων αποκτά η Αθήνα» έγραφε ο «Ταχυδρόμος» στις 11 Φεβρουαρίου 1972. «Όχι, όμως, διά στέγασιν γραφείων διαφόρων εταιρειών, όπως ο ανεγερθείς παρά το τέρμα Αμπελοκήπων υπό της οικοδομικής επιχειρήσεως "Αλβέρτης-Δημόπουλος". Ο νέος ουρανοξύστης θα προορίζεται δι’ αποκλειστικήν χρήσιν του ΟΤΕ, θα ανεγερθή κοντά στο Μαρούσι, έναντι ακριβώς του εργοστασίου "Ήβη", και θα συγκεντρώση όλες τις υπηρεσίες του Οργανισμού Τηλεπικοινωνιών Ελλάδας».
Ο «ουρανοξύστης» δεν είναι άλλος από το Μέγαρο του ΟΤΕ στη λεωφόρο Κηφισίας, στο ύψος του σημείου που μετά την κατασκευή της Αττικής Οδού συνηθίσαμε να αποκαλούμε «δαχτυλίδι». Η απόφαση για την ανέγερσή του ελήφθη στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Διενεργήθηκε πανελλήνιος αρχιτεκτονικός διαγωνισμός σε δύο φάσεις. Αυτό που δεν γνωρίζουν οι περισσότεροι Αθηναίοι είναι ότι υλοποιήθηκε το δεύτερο βραβείο, καθώς δεν απονεμήθηκε πρώτο βραβείο. Την υλοποιημένη πρόταση υπέγραφαν οι αρχιτέκτονες Πλάτων Μασσέλος, Γρηγόρης Μαυρομμάτης, Δημήτρης Νάκος και προέβλεπε πολυώροφο κτίριο σχήματος «αστέρος εν κατόψει». Έχει συνολική δόμηση 64.785,10 τ.μ. και είναι δομημένο σε οικόπεδο εμβαδού 52 στρεμμάτων περίπου.   Η κατασκευή του συνδέθηκε με την είσοδο σε μία εποχή ραγδαίας ανάπτυξης των τηλεπικοινωνιών στη χώρα μας. Είναι το όγδοο πιο ψηλό κτίριο στην Ελλάδα. 

ΠΥΡΓΟΣ ΑΘΗΝΩΝ 

Στην Αθήνα δεν επιτρέπεται η κατασκευή ψηλών κτιρίων. Ιδεολογικές ακαμψίες άλλων εποχών θα πείτε, σημασία όμως έχει ότι ισχύει και στην Ελλάδα του 21ου αιώνα: 27 μέτρα μάξιμουμ. Την περίοδο της χούντας ψηφίστηκε ένας αναπτυξιακός νόμος «Περί του ύψους των οικοδομών και ελευθέρας δομήσεως», που προέβλεπε την ανέγερση υψηλών κτιρίων σε πανταχόθεν ελεύθερο χώρο. Μέχρι τότε, το μέγιστο ύψος των κτιρίων ήταν τα 35 μέτρα. Ο συγκεκριμένος νόμος επέτρεψε την ανέγερση των λιγοστών πραγματικά ψηλών κτιρίων της Αθήνας και, πρώτα απ’ όλα, του Πύργου Αθηνών, ο οποίος παραμένει μέχρι σήμερα το ψηλότερο κτίριο στη χώρα. Έχει ύψος 103 μέτρα και αποτελείται από 28 ορόφους, ενώ δίπλα του υπάρχει ένα χαμηλότερο κτίριο, ύψους 65 μέτρων. Οικοδομήθηκε στην περιοχή των Αμπελοκήπων μεταξύ των ετών 1970-1973, βάσει σχεδίων των αρχιτεκτόνων Ιωάννη Βικέλα και Ιωάννη Κυμπρίτη. Το οικόπεδο ανήκε στη Μαριάνθη Σίμου, αδελφή του εφοπλιστή και γνωστού ευεργέτη Ευγένιου Ευγενίδη. Πρόκειται για έναν 25ώροφο γυάλινο πύργο γραφείων, που αποτελεί αρκετά επιτυχή μίμηση των αντίστοιχων αμερικανικών προτύπων, με κάποια στοιχεία ελληνικής «νεοϊστορικότητας». Αυτό που κυρίως ξεχώρισε την προσπάθεια αυτή από την αντίστοιχη αισθητική εμπειρία ενός διεθνούς πύργου γραφείων υπήρξε η προσπάθεια δημιουργίας μιας εντόπιας μορφής με βάση, κορμό και στέψη.   Το αρχικό στήσιμο στο οικόπεδο προέβλεπε τη διαμόρφωση μιας διευρυμένης διώροφης βάσης και ενός υπερκείμενου ουρανοξύστη που θα αποτελούνταν από επάλληλα κατακόρυφα πρίσματα. Τελικά, το κτιριακό συγκρότημα διαμορφώθηκε από δύο ανισοϋψείς πύργους και μία ευρύχωρη πλατεία. Δίπλα, και σε υποχώρηση από τον κυρίως προβεβλημένο όγκο, εμφανίζεται η τεθλασμένη μορφή ενός χαμηλότερου κτιρίου, διατηρώντας κοινά χαρακτηριστικά ως προς τον σχεδιαστικό κάνναβο των όψεων. Αξίζει να σημειωθεί πως και στους δύο μεγάλους σεισμούς της Αθήνας, το 1981 και το 1999, δεν έπαθε την παραμικρή ζημιά. 

ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ ΦΙΞ  

 Το 1863 ο Ιωάννης Φιξ κατασκευάζει το πρώτο στην Ελλάδα εργοστάσιο παραγωγής μπίρας στην περιοχή του Κολωνακίου. Μετά τον θάνατό του ο γιος του Κάρολος Φιξ, επεκτείνοντας την επιχείρησή του, κατασκευάζει το 1893 ένα νέο και μεγάλο για τα δεδομένα της εποχής εργοστάσιο στον ίδιο χώρο όπου σήμερα βρίσκεται το υφιστάμενο κτίριο, στη δυτική όχθη του Ιλισού και νότια, σε μικρή απόσταση, από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Την εποχή εκείνη η περιοχή αυτή ήταν αδόμητη. Η επιτυχημένη πορεία της επιχείρησης του Καρόλου Φιξ κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα είχε ως αποτέλεσμα τη συνεχή επέκταση των εγκαταστάσεων του εργοστασίου μέχρι το 1920, στην ίδια πάντα θέση. 
Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, εποχή βιομηχανικής ανασυγκρότησης της χώρας, αποφασίζεται η ριζική ανακαίνιση-ανακατασκευή του εργοστασίου και ο σχεδιασμός του έργου αυτού ανατίθεται από την οικογένεια Φιξ στον αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτο (1926-1977), πρωτοπόρο εκπρόσωπο του μεταπολεμικού μοντερνισμού στην Ελλάδα. Στον σχεδιασμό του ο Ζενέτος τόνιζε την οριζόντια διάσταση του κτιρίου Φιξ κατά μήκος της λεωφόρου Συγγρού και της λεωφόρου Καλλιρρόης με οριζόντια γραμμικά υαλοστάσια. Επιπλέον, δεν επιδίωκε απλώς τη στέγαση μιας βιομηχανικής μονάδας, αλλά στο πλαίσιο της γενικότερης φιλοσοφίας του ενδιαφερόταν για τη μελλοντική λειτουργία του κτιρίου κάτω από διαφορετικές συνθήκες σε επόμενες εποχές. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970 το εργοστάσιο ζυθοποιίας μεταφέρθηκε έξω από την Αθήνα και το συνολικό κτίριο, αν και σε άριστη τότε κατάσταση, εκκενώθηκε. Με την πάροδο του χρόνου άρχισαν να γίνονται εμφανή τα σημάδια της εγκατάλειψης και της αισθητικής αλλοίωσης, με ανάρτηση διαφημιστικών πινακίδων στις όψεις και εμφανείς ζημιές στο εσωτερικό και στο εξωτερικό κέλυφος του κτιρίου. Αυτό προκάλεσε διχασμό στην κοινή γνώμη, ιδίως στα μέσα της δεκαετίας του ’90, όταν τμήμα του κτιρίου κατεδαφίστηκε για τις ανάγκες κατασκευής του σταθμού του μετρό. Οι περισσότεροι Αθηναίοι ήθελαν να απαλλαγούν από τον εγκαταλελειμμένο σκελετό, οι αρχιτέκτονες έκαναν πορείες διαμαρτυρίας. Τελικά, αποφασίστηκε η μετασκευή του υπόλοιπου Φιξ σε έδρα του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης. Ύστερα από πολλές περιπέτειες, τα έργα προχωρούν με εντατικούς ρυθμούς και το νέο Φιξ αναμένεται να είναι έτοιμο μέχρι το φθινόπωρο – τα εγκαίνια του μουσείου στις αρχές του 2014. 


ΝΕΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ   

Το (νέο) Μουσείο Ακρόπολης δεν προκάλεσε τη θύελλα του Χίλτον, αλλά απασχόλησε για δύο τουλάχιστον δεκαετίες αρχιτέκτονες, πολεοδόμους και κοινή γνώμη. Όσο δε πλησιάζαμε στα εγκαίνια του 2009 και οι Αθηναίοι εξοικειώνονταν με την παρουσία του, τόσο βάθαινε το ρήγμα ανάμεσα σε όσους ήταν έτοιμοι να το λατρέψουν και σε όσους είχαν ήδη αποφασίσει να το μισήσουν.   Από τη δεκαετία του 1970 φάνηκε ότι το παλιό μουσείο επάνω στον Ιερό Βράχο δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει ικανοποιητικά στα μεγάλα πλήθη των επισκεπτών του. Η ακαταλληλότητα του χώρου συχνά προκαλούσε προβλήματα και υποβάθμιζε το αισθητικό αποτέλεσμα που ήθελε να επιτύχει η έκθεση των αριστουργημάτων του Βράχου. Την ανάγκη αυτή για τη δημιουργία ενός νέου Μουσείου της Ακρόπολης διατύπωσε πρώτος ο Κωνσταντίνος Καραμανλής τον Σεπτέμβριο του 1976, οριοθετώντας και τον χώρο στον οποίο τελικά κτίστηκε το νέο μουσείο. Διεξήχθησαν δύο αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί το 1976 και το 1979, που όμως έμειναν στα χαρτιά. Το 1989 η Μελίνα Μερκούρη, που ως υπουργός Πολιτισμού ταύτισε την πολιτική της με τη διεκδίκηση της επιστροφής των Γλυπτών του Παρθενώνα από το Βρετανικό Μουσείο, ξεκίνησε έναν νέο διεθνή αρχιτεκτονικό διαγωνισμό. Τα αποτελέσματα του διαγωνισμού ακυρώθηκαν μετά την αποκάλυψη μιας μεγάλης οικιστικής περιοχής στο οικόπεδο Μακρυγιάννη, που χρονολογείται από τους προϊστορικούς ως τους βυζαντινούς χρόνους. Η ανασκαφή έπρεπε να ενταχθεί στο Νέο Μουσείο. Το 2000, ο Οργανισμός Ανέγερσης Νέου Μουσείου Ακρόπολης (ΟΑΝΜΑ) ανακοίνωσε πρόσκληση για συμμετοχή σε έναν νέο διαγωνισμό, ο οποίος ευτυχώς ολοκληρώθηκε χωρίς προβλήματα. Το πρώτο βραβείο απονεμήθηκε στον Μπερνάρ Τσουμί και στον Μιχάλη Φωτιάδη. Στην πορεία των εργασιών υπήρξαν αντιδράσεις από τμήμα αρχαιολόγων και ακτιβιστών που θεωρούσαν ότι το νέο κτίριο καταστρέφει τις αρχαιότητες. Σήμερα, το νέο Μουσείο της Ακρόπολης αριθμεί στο σύνολό του 25.000 τ.μ. και διαθέτει εκθεσιακούς χώρους με εμβαδόν 14.000 τ.μ., δέκα φορές μεγαλύτερους απ’ ό,τι στο παλιό μουσείο. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου