γράφουν οι Δημήτρης Πολυχρονόπουλος
και Μαρία Γρηγοριάδου
«Δίκτυα ζωής» στους μικρούς αστικούς τόπους*
Η άτακτη παρουσία μικρών υπαίθριων χώρων, που ξεπροβάλλουν απροσδόκητα σαν διάσπαρτες «σφήνες» στον αστικό ιστό, είναι ένα από τα συνηθισμένα φαινόμενα σε πυκνοδομημένα αστικά κέντρα ελληνικών και ευρωπαϊκών πόλεων. Κύριο χαρακτηριστικό τους, πέρα από την έντονη αποσπασματικότητα, είναι οι ελαχιστοποιημένες διαστάσεις τους και η μικρή οικονομική αξία τους, καθώς λόγω της θέσης τους (νησίδες ανάμεσα σε κτήρια, ακάλυπτοι ΟΤ, θραυσματικά μικροαποθέματα ελεύθερων επιφανειών πρασίνου) δεν μπόρεσαν με κάποιον τρόπο να «αξιοποιηθούν» οικοδομικά, γι’ αυτό και έχουν απομείνει σε μια αδρανή κατάσταση.
Μικρά παρκάκια συχνά σε εγκατάλειψη, ελεύθερες γωνιές δίπλα σε κάδους απορριμμάτων, νησίδες με αυθόρμητη βλάστηση, αυλές σχολικών κτηρίων που μένουν κλειστές τα απογεύματα, χιλιάδες τσιμεντένια δώματα και διαμπερείς ισόγειοι ακάλυπτοι πολυκατοικιών είναι κάποιοι από τους χώρους της καθημερινότητας της «γειτονιάς» που προσπερνιούνται βιαστικά από τους περαστικούς.
Το ενδιαφέρον της πολιτείας αλλά και των επενδυτών είναι σχεδόν ανύπαρκτο, ειδικά σε δύσκολες εποχές, γι’ αυτούς τους γκρίζους μικρο-τόπους της πόλης, καθώς όχι μόνο δεν αποδίδουν σε καμία περίπτωση οικονομικά, αλλά κυρίως οι παρεμβάσεις σε αυτούς δεν είναι άξιες να προσελκύσουν τη δημοσιότητα ή να προκαλέσουν κάποιου είδους επίσημο πολιτικό διάλογο.
Παρ’ όλα αυτά, το βέβαιο είναι πως ο κάτοικος της πόλης ζει πολύ πιο κοντά σε αυτούς παρά στα μεγάλα δημόσια πάρκα και τους καλοσχεδιασμένους αστικούς άξονες. Σ’ αυτούς τους μικρούς χώρους μπορεί να παίξει, να χαλαρώσει, να αναπτύξει μια κοινωνικότητα με τους γείτονές του, αυτούς που μένουν στην παραδίπλα ή την απέναντι πολυκατοικία, μπορεί να μεταφέρει μια γλάστρα ή μια καρέκλα από το σπίτι του, να οικειοποιηθεί το χώρο σαν μια προέκταση της κατοικίας του, και κυρίως να νιώσει συνυπεύθυνος για τη διατήρηση αυτού του ανεπιτήδευτου συλλογικού μικρο-τόπου.
Κοινό χαρακτηριστικό τους, που μπορεί να αναγνωριστεί σ’ αυτή την κατεύθυνση, είναι ότι ο «σχεδιασμός» και η «αξιοποίησή» τους είναι δυνατό να συνδιαμορφώνονται παράλληλα με την πολιτεία και από άλλους, μη αυστηρά καθορισμένους μηχανισμούς, ανταποκρινόμενοι σε ανάγκες διαφορετικών κοινωνικών ομάδων και ηλικιών, με αναπτυσσόμενο το ενδιαφέρον των εφήβων που ζουν στα αστικά κέντρα.
Η δημιουργία ενός ή πολλών διαφορετικών «δικτύων», όπου συναρθρώνονται οι μικρο-τόποι της καθημερινότητας, είναι η κρίσιμη έννοια, το κλειδί για την ανάδειξη της μεγάλης κοινωνικής και περιβαλλοντικής τους δύναμης.
Κατά την ανάπτυξη αυτών των δικτύων, μπορεί να αναγνωριστεί και να επιτευχθεί πρακτικά η δημιουργική απόσπασή τους από τη χαοτική εικόνα των σύγχρονων μητροπολιτικών περιοχών και η έκφραση μιας νέας στάσης απέναντι στις έννοιες της αστικής οικολογίας και της κοινωνικής ζωής των δημόσιων χώρων, που λειτουργούν εναλλακτικά απέναντι στις αποσπασματικές μελέτες για την πόλη.
Δεν είναι όμως το μόνο όφελος που πρέπει να ιδωθεί η αδιαμφισβήτητη σημασία τους ως ενός κρυμμένου πλούσιου χωρικού δυναμικού, που διαχέεται στον ιστό των πόλεων. Είναι κυρίως η δυνατότητά τους να εξελίσσονται και να μεταλλάσσονται μέσα στις συνεχώς μεταβαλλόμενες πρακτικές διαφορετικών κοινωνικών ομάδων και στον τρόπο που αυτές αντιλαμβάνονται τη διεκδίκηση του δικαιώματος της παρουσίας και της έκφρασής τους στον δημόσιο χώρο.
Στα προαναφερόμενα δίκτυα χώρων, που δεν είναι απρόσωπα, αλλά δίκτυα ζωής της καθημερινότητας, μπορεί να αναπτύσσονται και να συναρθρώνονται κατά περίσταση και μια σειρά τρέχουσες κοινωνικές δράσεις. Εφήμερες κατασκευές μπορούν να στεγάσουν, για συγκεκριμένες μέρες, δωρεάν κοινωνικά ιατρεία ή συσσίτια, αλλά και μικρές εκδηλώσεις, ομιλίες ή προβολές και διαφορετικές εκφράσεις τέχνης και δημιουργικότητας, που διοργανώνονται από τους ίδιους τους κατοίκους, μετατρέποντας τα δίκτυα αυτά από χώρους χαλάρωσης σε χώρους συμπυκνωμένης δράσης.
Τα παραπάνω έρχονται σε πλήρη αντίθεση με κάθε μορφής υβριδικούς μεγαλοϊδεατισμούς για την εικόνα της πόλης, διευκολύνοντας μορφές κοινωνικής ζωής στον δημόσιο χώρο που ίσως δεν είναι τόσο νέες όσο αρχικά φαίνονται. Τείνουν κατά κάποιον τρόπο να διαμορφώσουν μια νέα, διευρυμένη μέσω των δικτύων, αίσθηση της τοπικότητας, καθώς η έννοια της «γειτονιάς» δεν υφίσταται πλέον ως τόπος αναφοράς των κατοίκων της πόλης. Σε αυτό το πλαίσιο, διαφορετικές ομάδες του πληθυσμού, με τη βοήθεια της πολιτείας, αλλά κυρίως βασισμένες στις δικές τους δράσεις, επαναπροσδιορίζουν την παρουσία τους, ζώντας την καθημερινότητά τους στον δημόσιο χώρο και αναπτύσσοντας νέες μορφές συλλογικότητας.
(*) Στοιχεία του παραπάνω κειμένου αποτελούν συνέχεια των προβληματισμών οι οποίοι αναπτύχθηκαν στην εισήγηση με τίτλο: «Energizing the City – Designing “Micro Places”», Polychronopoulos D. Grigoriadou M., 15-18 Ιουλίου 2009, Liverpool, UK, στο πλαίσιο του συνεδρίου της Association of European Schools of Planning (AESOP)· στην εισήγηση: «“Under the Bridge” – Compressing the Urban Space and Time into Happy Tiny Packages», Polychronopoulos D. Grigoriadou M., Ιούλιος 2010, Aalto University, Finland· στην εισήγηση: «Συμπιέζοντας το δημόσιο χώρο – Σχεδιασμός δικτύων εναλλακτικών δραστηριοτήτων και εκφραστικών πρακτικών, για ομάδες εφήβων σε αστικές περιοχές», Συνέδριο «Δημόσιος Χώρος Αναζητείται», Οκτ. 2011, Θεσσαλονίκη· καθώς επίσης και από τη συγκρότηση διαπανεπιστημιακής ερευνητικής πρότασης με τίτλο «Διερεύνηση των παραμέτρων ανάπτυξης και της μεθοδολογίας σχεδιασμού δικτύων “μικρο-τόπων” ως μέσο ενεργοποίησης κοινωνικών σχέσεων, πολλαπλών δραστηριοτήτων και περιβαλλοντικής συνείδησης στα αστικά κέντρα», 2010, με συντονιστή τον Δ. Πολυχρονόπουλο.