Η ανοιχτή συζήτηση με την συμμετοχή των Αθανασίου Αραβαντινού καθηγητή ΕΜΠ, αρχιτέκτονα και Φ. Κοσμόγλου π. Δ/τρια ΥΠΕΧΩΔΕ που πραγματοποιήθηκε στην πόλη μας την περασμένη εβδομάδα προκάλεσε αρκετό ενδιαφέρον, κρίνοντας από τη συμμετοχή των παρευρισκομένων.
Για πολλοστή φορά ακούσαμε από ένα τρίτο στόμα αλήθειες για τον τόπο μας, καθώς πλέχτηκε το εγκώμιο της περιοχής μας από άποψη φυσικής ομορφιάς, ιδανικού προσανατολισμού και δυναμικής που μπορεί να αποκτήσει η Ναυπακτία σήμερα. Και τα λόγια αυτά δέν ήταν από κάποιον τυχαίο επισκέπτη, αλλά από έναν καθηγητή με βαθιές πολεοδομικές γνώσεις , ο οποίος λόγω πείρας δέν σταμάτησε να τονίζει επί δύο ημέρες οτι υπάρχουν πόλεις με μεγαλύτερα προβλήματα οι οποίες κατάφεραν να βρούν λύσεις. Οτι η Ναύπακτος πρέπει να λύσει τα δικά της προβλήματα με γνώμονα τη λογική και έχοντας τα μάτια της όχι μόνο στις ιδιαιτερότητές της αλλά και στην διαχρονική εμπειρία με λύσεις που πραγματοποιήθηκαν στο εξωτερικό και εσωτερικό της Ελλάδας.
«Η ανάδειξη της ιστορικής φυσιογνωμίας της Πόλης είναι μονόδρομος καιταυτόχρονα η πολιτική που πρέπει να χαράξει ο Δήμος προς αυτή την κατεύθυνση σε συνεργασία με φορείς και πολίτες.
Επειδή η κάθε Πόλη έχει ιδιαίτερα στοιχεία που την χαρακτηρίζουν και την εκφράζουν έτσι και η μοναδικότητα της Ναυπάκτου απορρέει μέσω της φυσιογνωμίας της ως Πόλη, των προβλημάτων της καθημερινότητας, της Ιστορίας της, των μνημείων της και των υποδομών της.
Γεγονός είναι ότι το θεσμοθετημένο πλαίσιο που εκφράζει την εικόνα της Πόλης χρειάζεται βελτίωση, χωρίς να παραβλεφθεί η αναγκαιότητα ολοκλήρωσης του Γ.Π.Σ. ( κατ’ εξοχήν εργαλείο που θα δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες αντιμετώπισης του παραπάνω πλαισίου).
Ο εντοπισμός, καταγραφή των κυριοτέρων προβλημάτων και της παθογένειας των, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την επίλυση τους.
Ειδικότερα όταν θέλουμε να ονομάσουμε έναν χώρο Ιστορικό κέντρο πρέπει παράλληλα να δημιουργηθούν και οι κατάλληλες συνθήκες και υποδομές . Από το πιο απλό, όπου όταν κάποιος ευρίσκεται στον χώρο αυτό να αισθάνεται την διαφορετικότητα σε σχέση με τον λοιπό αστικό ιστό.
Τα προβλήματα που καταγράφονται στο κέντρο της Πόλης μας εστιάζονται στην έλλειψη έκφρασης τυπολογίας υλικών, ανάδειξης μνημείων - περιοχών (γειτονιές), θεσμοθέτηση ειδικών χρήσεων, κυκλοφοριακών ρυθμίσεων, χώρων στάθμευσης, σήμανσης, ‘εργαλείων’ αναπλάσεων όψεων κτιρίων κ.α.
Για την ανάδειξη του Ιστορικού κέντρου της Πόλης μας η συλλογικότητα με γνώμονα την επίλυση των παραπάνω προβλημάτων είναι βασικός παράγοντας επιτυχίας και επί πλέον
α) την διατήρηση και προστασία μνημείων, ιστορικών διατηρητέων και αξιόλογων κτηρίων, ώστε να οριστικοποιηθεί ο πολεοδομικός ιστός.
β)δημιουργία κυκλοφοριακής μελέτης που να στοχεύει σε άμεση εξεύρεση χώρωνστάθμευσης, δρόμων ήπιας κυκλοφορίας και μαζικές πεζοδρομήσεις.
γ) Οι παρεμβάσεις πρέπει να είναι συνολικού χαρακτήρα, οι οποίες θα διαφυλάττουν την ιστορικότητα και θα αναβαθμίζουν την αισθητική του χώρου , με απώτερο στόχο την ομοιογένεια και την αρμονία της περιοχής.
γ) αναπλάσεις περιοχών μικρής κλίμακας μέσω υλικών που θα συνάδουν με το ιστορικό κέντρο και φιλικά με το περιβάλλον θα δώσουν τον χαρακτήρα που αρμόζει.»
Ο κύριος Αραβαντινός επίσης έδωσε μία ερμηνεία της σημερινής κατάστασης που επικρατεί στην πολεοδομική εξάπλωση της Ναυπάκτου και στην σημερινή μορφή της. Παρατήρησε οτι η συνολική περιοχή της Ναυπακτίας διαθέτει πρωτογενή , δευτρερογενή και τριτογενή τομέα παραγωγής, οι οποίοι όμως έχουν εξαιρετικά άνιση κατανομή και δυναμική. Ειδικά για την Παλαιοπαναγιά , περιοχή που προτείνεται να ενταχθεί στο σχέδιο πόλης της Ναυπάκτου και με έκταση μεγαλύτερη από την οριοθετημένη πόλη (μεταξύ Σκά και Λαγκαδούλας) προειδοποίησε οτι η συνεχόμενη ανοικοδόμηση θα αποτελέσει μεγαλύτερο πρόβλημα στο μέλλον καθώς θα είναι αδύνατη η κατασκευή υποδομών κοινής ωφέλειας. Για την συγκεκριμένη περίπτωση υπενθύμισε οτι ακόμα και μεγάλες πόλεις της Ευρώπης διαθέτουν ζώνες πρασίνου ή καλλιεργειών που χωρίζουν το κέντρο από τις περιφερειακές συνοικίες, οι οποίες συνοικίες συνήθως αποκτούν πολεοδομικό σχεδιασμό .
Αυτός έχει τη μορφή οικιστικού αναδασμού με τις ιδιοκτησίες να ανακατανέμονται στους κατόχους τους με μορφή οικοπέδων αφού γίνει η χάραξη και κατασκευή δρόμων, δικτύων ρεύματος, υδρευσης και αποχέτευσης, τομέα αγοράς και χώρων για το κοινό ή για την εκπαίδευση.
Οι καλεσμένοι μας λοιπόν μας έδωσαν «τροφή» για σκέψη. Πρέπει λοιπόν να σκεφτούμε πρώτα το πώς θα θέλαμε να είναι η πόλη σε τριάντα τουλάχιστο χρόνια και το τί θα μπορούμε να προσφέρουμε στους εαυτούς μας και σε όσους περάσουν από εδώ για να μείνουν για λίγο ή για μόνιμα. Από εκεί μπορούμε να καταλήξουμε στην μορφή της πόλης που επιθυμούμε για να απαιτήσουμε την προσαρμογή της σημερινής κατάστασης και να αλλάξουμε ότι την εμποδίζει.